ερωτάρικος
Смотреть что такое "ερωτάρικος" в других словарях:
ερωτάρικος — η, ο [ερωτάρης] ο ερωτικός, αυτός που προέρχεται από έρωτα ή αναφέρεται στον έρωτα … Dictionary of Greek
ερωτάρικος — η, ο [ερωτάρης] ο ερωτικός, αυτός που προέρχεται από έρωτα ή αναφέρεται στον έρωτα … Dictionary of Greek